φοιτηταί

φοιτηταί
φοιτητής
one who regularly goes
masc nom/voc pl
φοιτητός
frequenting
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοιτητής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν [φοιτῶ] νεοελλ. σπουδαστής ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος μσν. αρχ. αυτός που συχνάζει κάπου, ιδίως ως μαθητευόμενος («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”